μηλολόνθη

μηλολόνθη
(melolontha melolontha). Έντομο της οικογένειας των Σκαραβαιιδών, της τάξης των κολεοπτέρων. Έχει μήκος 3 περίπου εκ., χρώμα κοκκινωπό καστανό στα ανώτερα μέρη και μαυριδερό στα κατώτερα· στα πλευρά κάθε κοιλιακού τμήματος υπάρχει μια τριγωνική, άσπρη βούλα. Το τετραγωνικό κεφάλι έχει σύνθετους οφθαλμούς, στοματικά όργανα μασητικού τύπου και κεραίες ριπιδοειδείς, αλλά διαφορετικά αναπτυγμένες ανάλογα με το φύλο : στα αρσενικά οι τελευταίες επτά αρθρώσεις κάθε κεραίας είναι αναπτυγμένες σαν βεντάλια, ελασματοειδείς και ευκίνητες, ενώ στα θηλυκά οι τελευταίες έξι αρθρώσεις είναι λίγο αναπτυγμένες και συγκολλημένες μαζί, σχηματίζοντας ένα είδος μικρού μπουμπουκιού. Ο προθώρακας είναι πλατύς και στο εμπρόσθιο μέρος στρογγυλεμένος· τα έλυτρα είναι πλατιά και καλύπτουν τις μεμβρανώδεις πτέρυγες, αφήνοντας ακάλυπτα τα οπίσθια κοιλιακά τμήματα, το τελευταίο από τα οποία τελειώνει σε μια ψηκτροειδή αιχμή στραμμένη προς τα κάτω. Τα τρία ζευγάρια ποδιών είναι ρωμαλέα και μέσου μήκους. Το Μάιο οι μ. βγαίνουν από το έδαφος όπου πέρασαν το στάδιο της προνύμφης και της νύμφης και διαχείμασαν μετά τη μεταμόρφωση· είδη εσπερόβια, με πτήση μάλλον βαριά, κάθονται στα δέντρα ανάμεσα στους θάμνους, στα λιβάδια και στους αγρούς όπου καταβροχθίζουν φύλλα και βλαστούς, προκαλώντας συχνά σοβαρότατες ζημιές. Η ζωή των ακμαίων εντόμων είναι σύντομη: τα αρσενικά πεθαίνουν μερικές ώρες μετά τη γονιμοποίηση και τα θηλυκά αφού γεννήσουν τα αβγά σε μικρούς σωρούς μέσα σε στοές βάθους 4 ώς 20 εκ. κάτω από το έδαφος. Τα αβγά ανοίγουν το καλοκαίρι, ένα μήνα ή λίγο περισσότερο μετά την απόθεση τους, και βγαίνουν οι προνύμφες, ασπριδερές και σαρκώδεις, με σώμα τοξοειδές και πόδια μακριά αλλά αδύναμα, οι οποίες τρέφονται από νεαρές ρίζες· το φθινόπωρο κατεβαίνουν δέκα περίπου εκατοστά κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και ύστερα πέφτουν σε μια κατάσταση λανθάνουσας ζωής, από την οποία συνέρχονται την επόμενη άνοιξη. Όλη την περίοδο της άνοιξης μένουν στο έδαφος, τρεφόμενες πάλι με ρίζες, ώς το φθινόπωρο, οπότε επιστρέφουν στην κατάσταση της λανθάνουσας ζωής, αφού χωθούν κάτω από το έδαφος σε βάθος 80 περίπου εκ.· στο τέλος του επόμενου καλοκαιριού, του τρίτου δηλαδή από τη γέννηση της, η προνύμφη φτάνει σε βάθος 1-1,5 μ. και τη διαδέχεται το στάδιο της νύμφης. Τον Οκτώβριο αυτή μεταμορφώνεται σε ακμαίο έντομο, που μένει κάτω από το έδαφος ώς τον επόμενο Μάιο, οπότε βγαίνει στο ύπαιθρο και ξαναρχίζει το ζωικό κύκλο της. Η μ., διαδομένη σε σημαντικό τμήμα της Ευρώπης, λείπει από τις νότιες περιοχές· στις ζώνες με πιο ψυχρά κλίματα η προ-νυμφική ζωή διαρκεί τέσσερα ώς πέντε χρόνια. Η μηλολόνθη (melolontha melolontha), έντομο της οικογένειας των σκαραβαιιδών, τρέφεται με βλαστούς και φύλλα που τα καταβροχθίζει, προκαλώντας συχνά σοβαρές ζημιές στις καλλιέργειες.
* * *
η (ΑΜ μηλολόνθη, Α και μηλολάνθη)
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων φυτοφάγων εντόμων τής οικογένειας scarabeidae, τα οποία χαρακτηρίζονται από τη βαριά πτήση τους και από τις σοβαρότατες ζημιές που προκαλεί η προνύμφη τους, κν. γνωστή ως λευκός σκώληκας
μσν.-αρχ.
ζωύφιο που χρυσίζει και μοιάζει με σκαθάρι, ο χρυσοκάνθαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + ὄλονθος «ώριμο σύκο», δηλ. «πρόβατο τού σύκου», εξαιτίας τής συνήθειας τού εντόμου να τρέφεται παρασιτικά με τα σύκα ή τα άνθη τής συκιάς (σύνθ. τού τύπου ιππο-πόταμος* «ποταμήσιος ίππος»). Ο τ. μηλολάνθη κατ' επίδραση τής λέξης ἄνθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μηλολόνθη — cockchafer fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλολόνθαι — μηλολόνθη cockchafer fem nom/voc pl μηλολόνθᾱͅ , μηλολόνθη cockchafer fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλολόνθαις — μηλολόνθη cockchafer fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλολόνθην — μηλολόνθη cockchafer fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλολόνθης — μηλολόνθη cockchafer fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλολόνθιον — μηλολόνθιον, τὸ (Α) [μηλολόνθη] υποκορ. τού μηλολόνθη …   Dictionary of Greek

  • melolonta — (Del gr. melolonthe, destructor de manzanos.) ► sustantivo femenino ZOOLOGÍA Insecto coleóptero, del que existen varias especies muy dañinas para las plantas, cuyas larvas se alimentan de las raíces de patatas y cereales. * * * melolonta (del gr …   Enciclopedia Universal

  • μήλον — (I) το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον) βλ. μήλο. (II) μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α) 1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῡν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.) 2. ταύρος 3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα β) ποίμνιο γ) αγέλη ζώων …   Dictionary of Greek

  • μηλάνθη — μηλάνθη, ἡ (ΑΜ) 1. το έντομο μηλολόνθη 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «μηλάνθη εἶδος ζῷου μικροῡ» 3. (κατά τον Ευστάθ.) «ζῷον μεῑζον σφηκὸς ἐκ τῆς ἀνθήσεως τῶν μηλεῶν γεννώμενον ἢ ἀρχομέναις ἀνθεῑν προσιπτάμενον» 4. άνθος μηλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηλολάνθη …   Dictionary of Greek

  • μηλολάνθη — μηλολάνθη, ἡ (Α) βλ. μηλολόνθη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”